- ονοστύππαξ
- ὀνοστύππαξ, -ακος, ὁ (Α)(με επιτιμητική σημ.)1. ο πωλητής σχοινιών για γαϊδάρους2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀνοστύππαξδιὰ μὲν τοῡ ὄνου τὸν μυλῶνα ὀνειδίζωνδιὰ δὲ τοῡ στύππακος ὅτι στυππ(ε)ιοπώλης ἦν», δηλ. μυλωνάς και στυππ(ε)ιοπώλης, πωλητής στουπιών3. (κατά το λεξ. Σούδα, που διαιρεί τη λέξη) «ὄνος στύππαξτὸ στύππαξ ὅτι στυππειοπώλης».[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + στύππαξ «πωλητής σχοινιών»].
Dictionary of Greek. 2013.